- διαβαθμίζω
- διαβάθμισα, διαβαθμίστηκα, διαβαθμισμένος, κατατάσσω κάτι σε κλίμακα με βαθμούς, βαθμολογώ με βάση ορισμένα κριτήρια: Πρέπει να διαβαθμίσεις τις ανάγκες σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.